- υποστολίζω
- Α [ὑποστολή](ποιητ. τ.) συστέλλω, μαζεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποστολίσας — ὑποστολίσᾱς , ὑποστολίζω furl aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)